- ἐπαίουσιν
- ἐπαίουσινἐπαΐουσιν , ἐπαίωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic )ἐπαΐουσιν , ἐπαίωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπαίουσιν — ἐπαΐουσιν , ἐπαίω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπαΐουσιν , ἐπαίω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek